- διαθερίζω
- (Α διαθερίζω) [θερίζω]παραθερίζωαρχ.διατέμνω, διακόπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαθερίσαι — διαθερίζω pass the summer aor inf act διαθερίσαῑ , διαθερίζω pass the summer aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)